1. Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος βυθίζοντας κάποια φορὰ βαθιὰ τὴ σκέψη του στοῦ Θεοῦ τὴν κρίση ζήτησε νὰ μάθει:
«Κύριε, εἶπε, πῶς μερικοὶ ζοῦν λίγα χρόνια καὶ πεθαίνουν, ἐνῷ ἄλλοι φτάνουν στὰ βαθιὰ γεράματα; Γιατὶ κάποιοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ ἄλλοι πλουτίζουν; Καὶ πῶς συμβαίνει ἄδικοι νὰ πλουτίζουν καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι νά᾿ναι φτωχοί;»
Ἄκουσε τότε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει:
«Ἀντώνιε, τὸν ἑαυτό σου πρόσεχε. Αὐτὰ εἶναι κρίματα Θεοῦ καὶ δὲν σοῦ συμφέρει νὰ τὰ μάθεις».
2. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος στὸν ἀββᾶ Ποιμένα ὅτι ἡ σπουδαιότερη ἐργασία ποὺ ἔχει νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νὰ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναμένει πειρασμὸ μέχρι τελευταίας του πνοῆς.
3. Εἶπε ἐπίσης:
«Εἶδα ὅλες τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες πάνω στὴ γῆ καὶ στενάζοντας εἶπα: Ποιὸς ἄραγε μπορεῖ νὰ τὶς προσπεράσει αὐτές; Καὶ ἄκουσα μία φωνὴ νὰ μοῦ λέει: Ἡ ταπεινοφροσύνη».
4. Ὅποιος δὲν δοκιμάσθηκε σὲ πειρασμοὺς -εἶπε ἄλλη φορὰ- δὲν θὰ μπορέσει νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
5. Ἐπισκέφθηκαν κάποτε Γέροντες τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, μαζί τους ἦταν καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ.
Θέλοντας ὁ Γέροντας νὰ τοὺς δοκιμάσει, τοὺς εἶπε ἕνα ρητὸ ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἄρχισε ἀπὸ τοὺς νεώτερους νὰ τοὺς ρωτάει ποιὸ εἶναι τὸ νόημά του.
Ὁ καθένας ἔλεγε ὅπως τὸ καταλάβαινε, καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντοῦσε:
«Δὲν τὸ βρῆκες».
Τελευταῖο ἀπ᾿ ὅλους ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰωσήφ:
«Ἐσὺ τί νομίζεις ὅτι σημαίνει ὁ λόγος αὐτός;»
«Δὲν γνωρίζω» ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Λέει τότε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
«Ὁπωσδήποτε ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρῆκε τὸν δρόμο, γιατὶ εἶπε: δὲν γνωρίζω».
6. Ἔκαναν ἕφοδο κάποτε οἱ δαίμονες στὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο μέσα στὸ κελί του καὶ τὸν ταλαιπωροῦσαν.
Ἔφθασαν κάποια στιγμὴ οἱ διακονητές του καὶ καθὼς ἦσαν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί, τὸν ἄκουσαν νὰ κραυγάζει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ λέει:
«Θεέ μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψεις. Δὲν ἔκανα τίποτε τὸ καλὸ ἐνώπιόν σου ἀλλὰ βοήθησέ με κατὰ τὴν ἀγαθότητά σου νὰ βάλω ἀρχή».
23. Ρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς τί εἶναι «ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδός». Καὶ ἀποκρίθηκε:
«Ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸς εἶναι νὰ πολεμάει ὁ ἄνθρωπος τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ κόβει τὰ δικά του θελήματα ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ σημαίνει τὸ ρητό: Ἐγκαταλείψαμε ἐμεῖς τὰ πάντα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε».
28. Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
«Πῶς θὰ κατέβουμε πρὸς τὴν σωτήρια ταπεινοφροσύνη, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ὀλέθριο ὄγκο τῆς ὑπερηφάνειας; Ἐὰν παντοτινὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ δὲν ἀδιαφοροῦμε σὲ καμιὰ περίπτωση, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τάχα δὲν βλαπτόμαστε ἀπὸ αὐτό. Διότι ἡ ψυχὴ ἐξομοιώνεται πρὸς τὸ ἀντικείμενο μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολεῖται καὶ διαπλάθεται σύμφωνα μ᾿ αὐτὰ ποὺ πράττει καὶ παίρνει τὸ ἀνάλογο σχῆμα μ᾿ αὐτά.
Γιὰ σένα λοιπὸν καὶ ἡ ἐμφάνιση καὶ τὸ ἔνδυμα, τὸ βάδισμα ὅσο καὶ τὸ κάθισμα, ἡ τροφὴ καὶ ἡ ὅλη εἰκόνα τῆς ζωῆς σου, ἀκόμη καὶ τὸ στρώσιμο τοῦ κρεβατιοῦ καὶ τὸ σπίτι καὶ τὰ ἀντικείμενα ποὺ ὑπάρχουν μέσα σ᾿ αὐτό, ὅλα ἂς εἶναι προσαρμοσμένα γιὰ λιτὴ ζωή. Ἀλλὰ καὶ ἡ ψαλμῳδία καὶ τὸ ᾆσμα καὶ ἡ καλὴ συμπεριφορὰ πρὸς τὸν πλησίον, καὶ αὐτὰ ἂς κλίνουν πρὸς τὴ λιτότητα περισσότερο παρὰ στὴν ὑπερβολή.
Μὴν κομπάζεις, σὲ παρακαλῶ, μὲ λόγους ἐπιδεικτικούς, οὔτε μὲ ᾄσματα ὑπερβολικὰ καλλίφωνα, οὔτε μὲ συζητήσεις ὑπερήφανες καὶ δυσνόητες, ἀλλὰ σὲ ὅλα νὰ ἀφαιρεῖς ἀπὸ τὸ μέγεθος.
Καλοσυνάτος μεταξὺ τῶν φίλων, ἤπιος στὸν ὑπηρέτη, ἀνεξίκακος στοὺς θρασεῖς, φιλάνθρωπος στοὺς ἀνήμπορους, ἡ παρηγοριὰ σ᾿ ὅσους ὑποφέρουν, παρὼν σ᾿ ὅσους θλίβονται, μ᾿ ἕνα λόγο μὴ παραβλέποντας κανέναν, γλυκὺς ὅταν ἀπευθύνεσαι σὲ κάποιον, ἀνοιχτόκαρδος στὴν ἐξυπηρέτηση, πρόθυμος καὶ καταδεκτικὸς πρὸς ὅλους».
30. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἐπιφάνιος:
«Ἡ Χαναναία κραυγάζει καὶ εἰσακούεται, ἡ αἱμορροοῦσα σωπαίνει καὶ καλοτυχίζεται, ὁ Φαρισαῖος μιλάει δυνατὰ καὶ καταδικάζεται, ὁ Τελώνης οὔτε ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ δικαιώνεται».
31. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος: Ἀρχὴ σωτηρίας εἶναι τὸ νὰ καταδικάζεις τὸν ἑαυτό σου.
40. Εἶπε ἐπίσης ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔχει ταπείνωση δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ πεῖ σὲ κάποιον ὅτι εἶναι ἀμελὴς ἢ νὰ ἀντιμιλήσει σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τὸν ταλαιπωρεῖ, οὔτε ἔχει μάτια νὰ δεῖ ἢ νὰ ἀντιληφθεῖ ἄλλου ἀνθρώπου ἐλαττώματα, οὔτε αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσει πράγματα ποὺ δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχή του. Στόμα δὲν ἔχει νὰ φανερώσει ἐλαττώματα κάποιου ἢ νὰ θλίψει κάποιον μὲ τὰ λόγια του οὔτε ἔχει ἐνδιαφέροντα μὲ κάποιον ἐκτὸς τῶν δικῶν του ἁμαρτημάτων. Ἀντίθετα, εἶναι εἰρηνικὸς πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι γιατὶ χαρίζεται κάποια ἄλλη ἀδυναμία.
Γιατὶ κι ἂν νηστεύει κανεὶς ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ κάνει πολλοὺς κόπους ἔξω ἀπὸ τὴν πορεία αὐτή, πᾶνε χαμένοι ὅλοι οἱ κόποι του.
41. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Ἡ συνειδητὴ παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στὸν Θεό, καὶ ἡ ὑπακοὴ στὶς ἐντολές του μὲ ταπείνωση, φέρνουν τὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη φέρνει τὴν ἀπάθεια».
43. Ρώτησαν τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα τί εἶναι ταπείνωση, κι ἐκεῖνος εἶπε:
«Ταπείνωση εἶναι νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἐξουθενώνουμε τὸν ἑαυτό μας ὅτι τίποτε καλὸ δὲν κάναμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἡ ἐργασία τῆς ταπείνωσης εἶναι ἡ ἑξῆς: Νὰ σιωποῦμε, νὰ μὴ ψηφίζουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ καμιὰ περίπτωση, νὰ μὴν εἴμαστε φιλόνικοι, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ ὑποταγή, μὲ τὸ βλέμμα χαμηλωμένο, τὸν θάνατο νὰ ἔχουμε πρὸ ὀφθαλμῶν, νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὸ ψέμα καὶ τὸν ἀργὸ λόγο. Νὰ μὴν ἀντιμιλοῦμε στὸν μεγαλύτερο, νὰ μὴ θέλουμε νὰ περάσει ὁ λόγος μας, νὰ ὑπομένουμε τὶς περιφρονήσεις, νὰ μισήσουμε τὴν ἀνάπαυση, νὰ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ κάθε περίπτωση, νὰ εἴμαστε νηφάλιοι, νὰ κόψουμε τὸ θέλημά μας, νὰ μὴν προκαλοῦμε κανέναν καὶ νὰ μὴ φθονοῦμε κανένα».
46. «Ἂς μὴ μιλάει ἡ γλῶσσα σου -εἶπε ἄλλη φορὰ- ἀλλὰ ἡ πράξη. Ὁ λόγος σου νά᾿ναι ταπεινὸς περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ πράξη. Μὴν μιλήσεις ἐρήμην τῆς συνειδήσεώς σου καὶ μὴ διδάξεις χωρὶς ταπείνωση, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἡ γῆ τὸν σπόρο σου».
49. Βρέθηκε κάποτε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος μὲ ἀδελφοὺς καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν, εὐλαβικὰ ἔπαιρναν τὰ ποτήρια, ἀμίλητοι, ἀλλὰ δὲν ἔλεγαν τὸ «συγχώρησον». Εἶπε τότε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος: «Ἔχασαν οἱ μοναχοὶ τὴν εὐγένειά τους, νὰ λένε: συγχώρησον».
50. Ὁ ἴδιος εἶπε:
«Καμιὰ ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ νὰ μὴν ἐξουθενώνουμε τοὺς ἄλλους».
59. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης:
«Ἡ πόρτα τοῦ οὐρανοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση. Καὶ οἱ Πατέρες μας, περνώντας μὲ χαρὰ μέσα ἀπὸ πολλὲς καταφρονήσεις, μπῆκαν στὴν πόλη τοῦ Θεοῦ».
60. Εἶπε ἐπίσης: «Ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές».
61. Ρώτησε κάποια φορά:
«Ποιὸς πούλησε τὸν Ἰωσήφ;»
«Οἱ ἀδελφοί του» ἀποκρίθηκε ἕνας ἀδελφός.
«Ὄχι» τοῦ λέει ὁ Γέροντας, «ἡ ταπείνωσή του τὸν πούλησε, γιατὶ μποροῦσε νὰ πεῖ «εἶμαι ἀδελφός τους» καὶ νὰ ἀντιδράσει, ἀλλὰ σώπασε καὶ χάρη στὴν ταπείνωση πούλησε τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἡ ταπείνωσή του τὸν κατέστησε ἄρχοντα στὴν Αἴγυπτο».
Keine Kommentare:
Kommentar veröffentlichen